- ψάλε
- ψάλλωpluckaor imperat act 2nd sgψάλλωpluckaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάψαλμος — ο (Μ ἑξάψαλμος) οι έξι ψαλμοί τού Δαβίδ (2ος, 37ος, 42ος, 87ος, 102ος, 142ος) που διαβάζονται στην αρχή τού όρθρου νεοελλ. φρ. «τού ψαλε τον εξάψαλμο» τόν επιτίμησε (δημόσια συνήθως) με μακρές και σκληρές κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… … Dictionary of Greek
τροπάρι(ο) — το / τροπάριον, ΝΜ (λειτ.) (στην υμνολογία) καθένα από τα σύντομα λειτουργικά άσματα τα οποία ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (α. «αναστάσιμα τροπάρια» β. «νεκρώσιμα τροπάρια») νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται με στερεότυπο… … Dictionary of Greek
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek